μεν

μεν
σόνδ. (ставится всегда после слова, к которому относится противопоставление)
1) (в сочетании с союзами δε, αλλά, όμως или αλλ' όμως, δ' όμως, όμως δε и др., а тж. с наречиями οτέ, άλλοτε и др. на русский язык обычно не переводятся):

έχει μεν μνήμη, τού λείπει όμως η κρίση ( — или αλλ' όμως τού λείπει η κρίση) — у него есть память, но отсутствует способность суждения;

ήλθε μεν, αλλ' ανεχώρησε ευθύς — он пришёл, но тотчас же ушёл;

2) (в сочетании с другими союзами или наречиями):

οτέ μεν... οτέ δε... — и άλλοτε μεν... άλλοτε δε... — то... то...;

άλλοι μεν... άλλοι δε... — одни... другие же...;

εάν μεν... εάν δε... — либо... либо;

ναί μεν... αλλά — безусловно... но...;

3) (в сочетании с артиклем выступает в роли указательного местоимения):

ο μεν... ο δέ... — этот... тот... или один... другой...;

καί ο μεν και ο δε — и тот и другой


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μεν" в других словарях:

  • μέν — indeed indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …   Dictionary of Greek

  • μέν' — μένε , μένω stay pres imperat act 2nd sg μένε , μένω stay imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεν ντε Μπιράν, Φρανσουά Πιερ — (Francois Pierre Maine de Biran, Μπερζεράκ, 1766 – Γκρατλού, Παρίσι 1824). Γάλλος φιλόσοφος. Είχε σπουδάσει ιατρική και βρισκόταν στις Βερσαλλίες, στην υπήρεσία του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ κατά το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Τα γεγονότα που είδε… …   Dictionary of Greek

  • Μεν, Ζαν ντε- — (Jean de Meun, περ. 1240 – 1305). Γάλλος ποιητής. Συνέχισε το ποίημα Μυθιστόρημα του ρόδου, προσθέτοντας νέα επεισόδια (αλληγορικά πάντοτε) που εμφάνιζαν χαρακτηριστικά μιας εκλεπτυσμένης ιδιοσυγκρασίας. Οι στίχοι του διαπνέονται από άκρατο… …   Dictionary of Greek

  • ου μεν — oὐ μέν (Α) (ως επίταση τής άρνησης χωρίς να ακολουθεί το δέ) βεβαίως όχι, όχι αληθινά («οὐ μὲν σε χρὴ ἔτ αἰδοῡς, οὐδ ἡβαιόν» δεν είναι βέβαια ανάγκη πλέον να ντρέπεσαι, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • ου μεν δη — oὐ μὲν δὴ (Α) (για όρκο) βεβαίως όχι («μὰ Δί , ἔφη, oὐ μὲν δή», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • ου μεν ουν — οὐ μὲν οὖν (ΑΜ, Α και οὐμενοῡν) (εισάγει αρνητική έκφραση σε αποκρίσεις, καθώς και για αντιλογία ή διόρθωση φράσης που προελέχθη ή εισήγησης) βεβαίως όχι, βεβαίως δεν, λοιπόν όχι αρχ. οὐμενοῡν... γε όμως όχι τουλάχιστον, όμως όχι λοιπόν,… …   Dictionary of Greek

  • ου μεν πως — οὐ μέν πως (Α) κατ ουδένα τρόπο («οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ Αχαιοί», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • Γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. — γένοιτο μεν τ’ ἄν πᾶν τεκνωμένου. См. Богу все возможно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Εἰ μὲν γὰρ πλουτεῖς, πολλοὶ φίλοι. — εἰ μὲν γὰρ πλουτεῖς, πολλοὶ φίλοι. См. Деньги найдут друга …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»